ορειχαλκουργός

ορειχαλκουργός
ο
τεχνίτης που κατεργάζεται τον ορείχαλκο, κατασκευαστής ορειχάλκινων ειδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορείχαλκος + -ουργός (< έργο), πρβλ. σιδηρ-ουργός. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο περιοδικό Ευρωπαϊκός Ερανιστής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… …   Dictionary of Greek

  • ορειχαλκέας — και ορειχαλκεύς, ο [ορείχαλκος] ορειχαλκουργός, ειδικός τεχνίτης που κατεργάζεται τον ορείχαλκο …   Dictionary of Greek

  • ορειχαλκουργία — η [ορειχαλκουργός] η τέχνη τού ορειχαλκουργού, η κατεργασία τού ορειχάλκου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”